- φούλλων
- -ωνος, ὁ, Αγναφέας, εργάτης που καθαρίζει μαλλιά και δέρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullō, -onis «γναφέας, βυρσοδέψης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουλλωνική — ἡ, Α η γναφευτική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullonica (ενν. ars) «γναφευτική (τέχνη)» < fullo, onis (βλ. λ. φούλλων)] … Dictionary of Greek